
Ένα στα πέντε «παραγόμενα» ευρώ της χώρας έρχεται από βαλίτσες, check-in και ξαπλώστρες
Ένα στα πέντε «παραγόμενα» ευρώ της χώρας έρχεται από βαλίτσες, check-in και ξαπλώστρες
Η σκιά μιας νέας κρίσης πλανάται πάνω από τον πυλώνα στήριξης της ελληνικής οικονομίας, τον Τουρισμό, αναφέρει, αν και κεκαλυμμένα πίσω από στείρες προβλέψεις για το ΑΕΠ, η αμερικανική Morgan Stanley…
Ενώ η χώρα πανηγυρίζει για τις επιδόσεις της μετά την πανδημία, λέει η τράπεζα, ένα νέο – και εν πολλοίς υποτιμημένο – ρίσκο αρχίζει να διαφαίνεται στον ορίζοντα: η υποτίμηση του δολαρίου. Και η απειλή δεν είναι καθόλου αμελητέα…
Όπως επισημαίνεται, με το δολάριο να διολισθαίνει απότομα στις διεθνείς αγορές, οι επενδυτές αρχίζουν να ανησυχούν: μήπως η ελκυστικότητα της Ελλάδας για τους τουρίστες εκτός Ευρωζώνης μειωθεί ραγδαία;
Η εξάρτηση της χώρας από τον Τουρισμό είναι βαθιά και πολυεπίπεδη.
Όπως αποκαλύπτει το Παγκόσμιο Συμβούλιο Τουρισμού και Ταξιδιών, ο τουρισμός αντιστοιχεί σε πάνω από το 20% του ΑΕΠ, δηλαδή ένα στα πέντε «παραγόμενα» ευρώ της χώρας έρχεται από βαλίτσες, check-in και ξαπλώστρες.
Και τώρα αυτός ο μηχανισμός ανάπτυξης απειλείται από έναν παράγοντα που η κυβέρνηση και οι φορείς του τουρισμού δείχνουν να αγνοούν επιδεικτικά: την ισοτιμία του δολαρίου.
Ορισμένοι αναλυτές σπεύδουν να καθησυχάσουν, σημειώνοντας ότι οι Αμερικανοί τουρίστες συνεισέφεραν μόλις το 7% των τουριστικών εσόδων της χώρας το 2024.
Όμως, όπως λέει η Morgan Stanley, το πρόβλημα δεν είναι μόνο η Αμερική – είναι η ευρύτερη επίδραση της πτώσης του δολαρίου στις διεθνείς τουριστικές ροές, από κάθε χώρα εκτός ευρωζώνης που διασυνδέεται με το αμερικανικό νόμισμα.
Έρευνα του ΔΝΤ αποκαλύπτει ότι κάθε 10% υποτίμηση του νομίσματος μιας χώρας οδηγεί σε 1,1% μείωση του όγκου τουριστών.
Αν το δολάριο συνεχίσει να διολισθαίνει, το πλήγμα μπορεί να είναι καίριο – ιδιαίτερα σε μια εποχή που ο τουριστικός ανταγωνισμός στην περιοχή εντείνεται (Τουρκία, Κροατία, Αίγυπτος).
Η ελληνική οικονομία στηρίζεται εδώ και χρόνια στους ξένους επισκέπτες. Αν η ελκυστικότητα της χώρας υποχωρήσει – όχι λόγω ποιότητας, αλλά λόγω συναλλαγματικού κόστους – τότε τα τουριστικά έσοδα μπορεί να γνωρίσουν ύφεση για πρώτη φορά μετά την πανδημία. Και τότε, το 20% του ΑΕΠ κινδυνεύει να «εξατμιστεί».
Αδιάφορες προβλέψεις… και εκτιμήσεις
Τα υπόλοιπα εκ των όσων αναφέρει η Morgan Stanley είναι και χιλιογραμμένα και αδιάφορα, αγγίζουν δε τα όρια της κυβερνητικής προπαγάνδας…
Όπως επισημαίνεται, η υψηλή αύξηση του ΑΕΠ αναμένεται να συνοδευτεί από μείωση της ανεργίας και συνεχιζόμενη δημοσιονομική εξυγίανση.
Σύμφωνα με τον αμερικανικό οίκο, «αναμένονται ακόμη δύο χρόνια ισχυρής ανάπτυξης για την Ελλάδα, με αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,2% το 2025 (μόλις 10 μονάδες βάσης χαμηλότερη σε σχέση με το 2024), και επιβράδυνση στο 1,8% το 2026.
Επίσης, η Ελλάδα θα συνεχίσει να μειώνει το λόγο χρέους προς ΑΕΠ, από το 153,6% το 2024 στο 143% το 2026.
Η χώρα αναμένεται να συνεχίσει να καταγράφει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, υποστηριζόμενα από ισχυρή ονομαστική ανάπτυξη και μια πιο σφιχτή αγορά εργασίας.
Βλέπουμε τις επενδύσεις ως βασικό μοχλό της οικονομικής δραστηριότητας, χάρη στη συνεχιζόμενη υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και στην άνοδο των άμεσων ξένων επενδύσεων.
Η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης αναμένεται να επιβραδυνθεί, ενώ οι καθαρές εξαγωγές θα έχουν αρνητική συμβολή κατά την περίοδο 2025-2026.
Το ποσοστό ανεργίας έχει φτάσει στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2009 (9,0% τον Μάρτιο του 2025), και αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται κατά την περίοδο των προβλέψεών μας, καθώς η ισχυρή οικονομική ανάπτυξη περιορίζει την αδράνεια στην αγορά εργασίας».
Σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό, στην Ελλάδα έχει αποκλιμακωθεί και αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,1% το 2025, από 2,7% το 2024.
Ωστόσο, δεν παρατηρείται επιβράδυνση σε όλες τις κατηγορίες τιμών. Ο πληθωρισμός στα ενοίκια συνεχίζει να αυξάνεται, φτάνοντας στο 10,5% (έναντι 2,9% στην ευρωζώνη). Περίπου το 35% των νοικοκυριών στην Ελλάδα είναι ενοικιαστές».
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του 2015 για τις δαπάνες ανά εισοδηματική κλίμακα, τα νοικοκυριά με χαμηλότερα εισοδήματα δαπανούν τουλάχιστον το 22% του διαθέσιμου εισοδήματός τους σε ενοίκια.
Μια μεγάλη αύξηση στις τιμές των ενοικίων θα μπορούσε, συνεπώς, να πλήξει το διαθέσιμο εισόδημα των φτωχότερων νοικοκυριών, θέτοντας πιθανώς σε κίνδυνο την πραγματική κατανάλωση.
Μία από τις αιτίες της απότομης αύξησης των τιμών κατοικιών στην Ελλάδα είναι η περιορισμένη διαθεσιμότητα κατοικιών – η χώρα έχει υποεπενδύσει στον τομέα της στέγασης μετά την οικονομική κρίση.
«Η ανάγκη για κατασκευή περισσότερων κατοικιών, ώστε να μειωθούν οι τιμές των ενοικίων, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως κίνητρο για περαιτέρω ενίσχυση της οικιστικής οικοδομικής δραστηριότητας στο μέλλον» καταλήγει η Morgan Stanley.
www.bankingnews.gr
0 Σχόλια