Ad Code

Responsive Advertisement

Πως να ήταν η ζωή στην Μινωϊκή Κρήτη; - ΒΙΝΤΕΟ


Γύρω στο 1900 π.Χ. άρχισαν να χτίζονται στην Κρήτη τα πρώτα ανάκτορα, επακόλουθο της μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης που γνώριζε το νησί. 


Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές ανασκαφές, εκείνη την εποχή χρονολογούνται τα ανάκτορα της Κνωσού, της Φαιστού, των Μαλίων και του Κάτω Ζάκρου. 

Σημαντικό εύρυμα της Παλαιοανακτορικής περιόδου είναι ο δίσκος της Φαιστού (1700-1600 π.Χ.).Το τέλος της Παλαιοανακτορικής περιόδου θεωρείται πως αποτέλεσε ένας μεγάλος σεισμός το 1700 π.Χ. που προκάλεσε την καταστροφή των περισσότερων ανακτόρων.

Με την ανοικοδόμηση των ανακτόρων εγκαινιάζεται η Νεοανακτορική εποχή που θεωρείται ως η περίοδος της ακμής του Μινωϊκού πολιτισμού, κέντρο του οποίου ήταν χωρίς αμφιβολία η Κνωσσός, 10 χλμ νότια του Ηρακλείου. Η Κνωσσός βασίλευσε στην Κρήτη τόσο απόλυτα που δεν διέτρεχε κίνδυνο εισβολής, εσωτερικής ή εξωτερικής, όπως φαίνεται από την παντελή έλλειψη οχυρωματικών έργων γύρω από το παλάτι. Τα παλάτια στον Ζάκρο, τα Μάλια, την Φαιστό και αλλού ήταν τοπικά διοικητικά κέντρα που χτίσθηκαν για να ελέγχουν το εμπόριο της Κνωσσού με την Κύπρο, την ηπειρωτική Ελλάδα και τους υπόλοιπους εμπορικούς εταίρους. Τα αρχαιολογικά ευρήματα της συγκεκριμένης εποχής μας φανερώνουν πολλές πτυχές για τον τρόπο οργάνωσης της οικονομίας και της καθημερινότητας της Κρήτης, που ήταν διαφορετική από πόλη σε πόλη. Κύρια ενσχόληση των κατοίκων ήταν πρωτίστως η ναυτιλία και το εμπόριο ενώ σε δεύτερη μοίρα είχαν περάσει η γεωργία, η κτηνοτροφία η υφαντική και η κεραμική τέχνη. Το μεγαλύτερο μέρος της εμπορικής κίνησης συγκεντρωνόταν στα λιμάνια της Αγίας Τριάδας, των Μαλίων, της Φαιστού και της Αμνισού και τα προϊόντα μεταφέρονταν στο εσωτερικό της Κρήτης μέσω του πολύ καλά οργανωμένου οδικού δικτύου που υπήρχε.


Ο μέγας Μινωϊκός πολιτισμός πιστεύεται ότι τελείωσε με την τελευταία μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης. Πρόσφατες ανακαλύψεις επιστημόνων του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης και του Πανεπιστημίου της Χαβάης επιβεβαιώνουν την υπόθεση αυτή, που διατυπώθηκε για πρώτη φορά στην δεκαετία του 1930 από τον Έλληνα αρχαιολόγο Σπυρίδωνα Μαρινάτο. Ο Μαρινάτος υποστήριξε ότι η καταστροφή της Κνωσσού και της Φαιστού προκλήθηκε από τα παλιρροϊκά κύματα και το σύννεφο στάχτης που προήλθαν από μια καταστροφική έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας που πρέπει να συνέβη γύρω στο 1600 π.Χ..

Τα κύματα έθαψαν τις παραλιακές πόλεις της Κρήτης και κατέστρεψαν τους στόλους του νησιού, απομονώνοντας το έτσι από τον έξω κόσμο, ενώ οι στάχτες, που κάλυψαν την ατμόσφαιρα για μήνες, προκάλεσαν σημαντική μείωση της θερμοκρασίας, κατέστρεψαν την γεωργία, προκάλεσαν πείνα και, κατά συνέπεια, καταρράκωση του κοινωνικού ιστού.

Το μινωϊκό ανάκτορο είναι ο κύριος επισκέψιμος χώρος της Κνωσού, σημαντικής πόλης κατά την αρχαιότητα, με συνεχή ζωή από τα νεολιθικά χρόνια έως τον 5ο αι. μ.Χ. Είναι χτισμένο στο λόφο της Κεφάλας, με εύκολη πρόσβαση στη θάλασσα αλλά και στο εσωτερικό της Κρήτης. Κατά την παράδοση, υπήρξε η έδρα του σοφού βασιλιά Μίνωα. Συναρπαστικοί μύθοι, του Λαβύρινθου με το Μινώταυρο και του Δαίδαλου με τον Ίκαρο, συνδέονται με το ανάκτορο της Κνωσού.

Οι πρώτες ανασκαφές έγιναν το 1878 από τον Ηρακλειώτη Μίνωα Καλοκαιρινό. Ακολούθησαν οι ανασκαφές που διεξήγαγε ο Αγγλος Sir Άρθουρ Έβανς (1900-1913 και 1922-1930) και που αποκάλυψαν ολόκληρο το ανάκτορο.

Τα παλαιότερα ίχνη κατοίκησης στο χώρο του ανακτόρου ανάγονται στη νεολιθική εποχή (7000-3000 π.Χ.). Η κατοίκηση συνεχίζεται στην προανακτορική περίοδο (3000-1900 π.Χ.), στο τέλος της οποίας ο χώρος ισοπεδώνεται για την ανέγερση ενός μεγάλου ανακτόρου. Το πρώτο αυτό ανάκτορο καταστρέφεται, πιθανότατα από σεισμό, το 1700 π.Χ. περίπου. Δεύτερο, μεγαλοπρεπέστερο ανάκτορο ανεγείρεται πάνω στα ερείπια του παλαιού. Μετά από μερική καταστροφή γύρω στο 1450 π.Χ., Μυκηναίοι εγκαθίστανται στην Κνωσό. Το ανάκτορο καταστρέφεται οριστικά περί το 1350 π.Χ. από μεγάλη πυρκαγιά. Ο χώρος που καλύπτει ξανακατοικείται από την ύστερη μυκηναϊκή περίοδο μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια.


Οι ανασκαφές για να έρθει στην επιφάνεια αυτός ο αρχαιολογικός χώρος αρχίζουν το 1878 από τον Ηρακλειώτη αρχαιολάτρη Μίνω Καλοκαιρινό. Οι πρώτες αυτές δοκιμαστικές ανασκαφές έφεραν στην επιφάνεια αρκετά πιθάρια και άλλα σημαντικά αντικείμενα. Σύντομα όμως οι ανασκαφές αυτές σταμάτησαν για να έρθει το 1900 ο Άγγλος αρχαιολόγος Arthur Evans μαζί με το επιτελείο του και να αρχίσει συστηματικές ανασκαφές στον χώρο αυτό, οι οποίες διάρκεσαν 35 ολόκληρα χρόνια. Ο Evans αναστήλωσε το ανάκτορο της Κνωσού χρησιμοποιώντας σε πολλά από τα κτίρια υπερβολική ποσότητα τσιμέντου, πράγμα για το οποίο κατηγορήθηκε αλλά όπως φάνηκε αργότερα τα κτίρια αυτά δεν θα μπορούσαν διαφορετικά να αντέξουν στον χρόνο.

Το ανάκτορο της Κνωσού ήταν πολυόροφο και κάλυπτε έκταση 20.000 τ.μ. Εντύπωση προκαλούν η ποικιλία των δομικών υλικών, τα χρωματιστά κονιάματα, οι ορθομαρμαρώσεις και οι τοιχογραφίες που κοσμούν δωμάτια και διαδρόμους. Τις υψηλές τεχνικές γνώσεις των Μινωϊτών επιβεβαιώνουν πρωτότυπες αρχιτεκτονικές και κατασκευαστικές επινοήσεις, όπως οι φωταγωγοί και τα πολύθυρα, η χρήση δοκαριών για ενίσχυση της τοιχοποιίας, καθώς και το σύνθετο αποχετευτικό και υδρευτικό δίκτυο.

Σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία το ανάκτορο της Κνωσού χτίστηκε γύρω στα 1900 π.Χ στο ύψωμα Κεφάλα, πάνω σε προϋπάρχων νεολιθικό οικισμό που είχε κατοικηθεί από το 6000 π.Χ. Καταλάμβανε έκταση 22.000 τ.μ και γύρω από αυτό αναπτύχθηκε η αρχαιότερη και μεγαλύτερη πόλη της Κρήτης, που ο πληθυσμός της έφτανε τους 100.000 κατοίκους. Αυτό αποδεικνύεται και από τα νεκροταφεία που βρέθηκαν στην γύρω περιοχή. Το ανάκτορο αυτό καταστράφηκε γύρω στο 1700 π.Χ και στη θέση του χτίστηκε άλλο. Η περίοδος αυτή 1700 – 1450 π.Χ είναι η λαμπρότερη για τον μινωικό πολιτισμό και ιδιαίτερα για την Κνωσό. Το 1600 π.Χ το ανάκτορο παθαίνει σοβαρές ζημιές από καταστροφικό σεισμό, γρήγορα όμως επισκευάζεται και συγχρόνως κτίζονται και άλλα καινούργια κτίρια. Τα καινούργια αυτά κτίρια μαζί με το προϋπάρχων ανάκτορο αποτελούν τον σημερινό αρχαιολογικό χώρο της Κνωσού. Νέα καταστροφή επέρχεται το 1450 π.Χ, πιθανών από την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας (Σαντορίνη). Τέλος το ανάκτορο καταστρέφεται ολοσχερώς από την εισβολή των Αχαιών και δεν χρησιμοποιείται πια, αλλά η Κνωσός συνέχισε να παραμένει σημαντική πόλη-κράτος μέχρι την πρώτη Βυζαντινή περίοδο.

Το ανάκτορο αναπτύσσεται γύρω από τη μεγάλη Κεντρική Αυλή, χώρο δημόσιων συγκεντρώσεων. Δεύτερη αυλή, η Δυτική, αποτελούσε την επίσημη πρόσβαση στο ανάκτορο αλλά και χώρο τελετουργιών.

Στη δυτική πτέρυγα εντάσσονται οι επίσημοι χώροι διοικητικών και θρησκευτικών δραστηριοτήτων: το Τριμερές Ιερό, τα Ιερά Θησαυροφυλάκια και οι Υπόστυλες Κρύπτες. Ξεχωρίζει η Αίθουσα του Θρόνου, με τη δεξαμενή καθαρμών και τον αλαβάστρινο θρόνο που πλαισιώνεται από θρανία. Στη νότια πτέρυγα σημαντικότεροι χώροι είναι το Νότιο Πρόπυλο, ο Διάδρομος της Πομπής και η Νότια Είσοδος με την τοιχογραφία του πρίγκηπα με τα Κρίνα. Στην ανατολική πτέρυγα εντάσσονται χώροι κατοίκησης και μεγάλες αίθουσες υποδοχής, με κυριότερες την Αίθουσα των Διπλών Πελέκεων και το Μέγαρο της Βασίλισσας. Σε αυτές οδηγεί το επιβλητικό μεγάλο Κλιμακοστάσιο.

Από τη Βόρεια Είσοδο γινόταν η επικοινωνία με το λιμάνι της Κνωσού. Η Βόρεια Είσοδος πλαισιώνεται από υπερυψωμένες στοές, από τις οποίες η δυτική κοσμείται με την τοιχογραφία του Κυνηγιού Ταύρου.

Μεγάλος λιθόστρωτος πομπικός δρόμος, ο Βασιλικός Δρόμος, οδηγούσε από το Μικρό Ανάκτορο και την πόλη στη βορειοδυτική γωνία του ανακτόρου, όπου διαμορφώνεται υπαίθριος θεατρικός χώρος.

Γύρω από το ανάκτορο εκτεινόταν ο μινωικός οικισμός και, στους λόφους, τα νεκροταφεία. Σημαντικά οικοδομήματα της ίδιας περιόδου είναι: η Νότια Οικία, η Οικία του ιερού Βήματος, το Μικρό Ανάκτορο, ο Ξενώνας, η Βασιλική Επαυλη και ο Τάφος-Ιερό. Από τη ρωμαϊκή Κνωσό σημαντικό οικοδόμημα είναι η Βίλλα του Διονύσου με ψηφιδωτά δάπεδα (2ος αι. μ.Χ.).

Τα πολυάριθμα, εξαιρετικής τέχνης, ευρήματα από το ανάκτορο, αγγεία, σκεύη, ειδώλια, το αρχείο πινακίδων της Γραμμικής Β γραφής, καθώς και τα πρωτότυπα των τοιχογραφιών, φυλάσσονται στο Μουσείο Ηρακλείου.

Η Κνωσός δεν ήταν η μοναδική ισχυρή πόλη στην Κρήτη αλλά είχε και αντίζηλες τις πόλεις Γόρτυνα και Λύττο. Ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος και τον 3ο π.Χ αιώνα η Κνωσός κάνει συμμαχία με άλλες πόλεις της Κρήτης και πραγματοποιεί την πρώτη εκστρατεία εναντίων της Λύττου χωρίς όμως να καταφέρει να την κατακτήσει.. Αργότερα κάνει την δεύτερη προσπάθεια και την καταστρέφει ολοσχερώς μιας και δεν συνάντησε αντίσταση απο τους Λυττιους, οι οποίοι έλειπαν σε εκστρατεία. Το 166 π.Χ συμμαχεί με την Γόρτυνα και καταστρέφουν τη Ραύκο (σημερινό Αγ. Μύρωνα). Αργότερα η Γόρτυνα γίνεται πρώτη πόλη φέρνοντας την Κνωσσό σε δεύτερη μοίρα.


 

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια

Ad Code

Responsive Advertisement