Κάθε χρόνο, καλοκαίρι το καλοκαίρι, οι πυρκαγιές κατακαίουν σε όλη την Ελλάδα, ξανά και ξανά, χιλιάδες στρέμματα δασικής γης.
Την ίδια ώρα, εκατοντάδες πυροσβέστες ρισκάρουν τις ζωές τους, για να θέσουν υπό έλεγχο τα πύρινα μέτωπα και να σώσουν ανθρώπινες ζωές. Πολλές φορές τα μέσα με τα οποία επιχειρείται αυτή η προσπάθεια είναι ελλιπή και οι συνθήκες αντίξοες, με τραγικά αποτελέσματα.
Μια τέτοια περίπτωση ήταν η μεγάλη φωτιά στο Νότιο Πήλιο τον Ιούλιο του 2000, με επίκεντρο το χωριό Λαύκος. Επί οχτώ ημέρες οι φλόγες αφάνιζαν το δάσος του Πηλίου και απειλούσαν οικισμούς. Τελικά κάηκαν κάποια σπίτια περιφερειακά του χωριού Ξινόβρυση, το δυστύχημα όμως ήταν ο άδικος χαμός δύο αεροπυροσβεστών, που έπεσαν εν ώρα καθήκοντος από… υπερβάλλοντα ζήλο.
Στις επιχειρήσεις κατάσβεσης συνέδραμαν με Καναντέρ ο 40χρονος επισμηναγός Γιάννης Μυλωνάς και ο 25χρονος ανθυποσμηναγός Γιάννης Καρασάββας. Ο πρώτος πιλότος ήταν πολύπειρος με 5.000 ώρες πτήσεις, εκ των οποίων οι 1.485 ήταν με τα πυροσβεστικά Καναντέρ, ενώ ο δεύτερος χειριστής είχε 345 ώρες πτήσης.
Με το πρώτο φως της ημέρας, στις 15 Ιουλίου του 2000 οι δύο χειριστές ξεκίνησαν τις προσπάθειες για την κατάσβεση της πυρκαγιάς στην Αργαλαστή Πηλίου. Επιδεικνύοντας αυτοθυσία κατέβηκαν χαμηλά για να πετύχουν τη φωτιά στην «καρδιά» της.
Η δεύτερη ρίψη νερού ήταν και η μοιραία, καθώς οι πυκνοί καπνοί είχαν περιορίσει την ορατότητα του πιλότου κι έτσι το CL-215 δεν σηκώθηκε έγκαιρα για να εξέλθει από το πύρινο μέτωπο. Χτύπησε αρχικά σε δένδρο και στη συνέχεια καρφώθηκε στην πλαγιά, παρασύροντας σε τραγικό θάνατο τους δύο πυροσβέστες.
Στον απόηχο της τραγωδίας ο τότε υφυπουργός Εθνικής Άμυνας Δημήτρης Αποστολάκης, έδωσε μια άλλη εκδοχή των αιτιών που την προκάλεσαν, ομολογώντας ουσιαστικά ότι κυρίαρχο ρόλο έπαιξε η ανεπάρκεια προσωπικού.
«Το δυστύχημα οφείλεται στην κόπωση των πιλότων, οι οποίοι είχαν υπερβεί τα όρια της αντοχής τους, καθώς συμμετείχαν αδιαλείπτως τις τελευταίες ημέρες στις προσπάθειες κατάσβεσης των πυρκαγιών», είχε ανακοινώσει τότε ο υπουργός, σε μια ειλικρινή – πλην κυνική – παραδοχή, που καταδείκνυε την υποστελέχωση του πυροσβεστικού σώματος και το άνισο της μάχης των ανδρών του με τις φλόγες.
Παράλληλα είχε αποκλείσει την εκδοχή του λάθους από τους δύο πιλότους, τονίζοντας ότι προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν στο έπακρο το αεροσκάφος τους.
Με λίγα λόγια ο Γιάννης Μυλωνάς και ο Γιάννης Καρασάββας, αν και εξουθενωμένοι από τις πολυήμερες επιχειρήσεις – χωρίς ξεκούραση – όχι μόνο δεν αρκέστηκαν στα στοιχειώδη, αλλά αποφάσισαν να πάρουν ρίσκα, πλησιάζοντας όσο το δυνατόν πιο κοντά τη φωτιά για το μέγιστο εφικτό αποτέλεσμα πυρόσβεσης.
Την επικινδυνότητα της αποστολής τους είχε περιγράψει με εξίσου σοκαριστική ειλικρίνεια ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας, στρατηγός Μανούσος Παραγιουδάκης, λέγοντας πώς «Κάθε φορά που τα πυροσβεστικά βυθίζονται στους καπνούς δεν ξέρουμε αν θα ξανασηκωθούν».
Ο ορισμός των ελλιπών μέσων και τον αντίξοων συνθηκών, σε μια χώρα που έστελνε τα παιδιά της στα πύρινα μέτωπα ως πρόβατα επί σφαγή και την ίδια ώρα κατασπαταλούσε δημόσιους πόρους, με μπροστάρηδες τους απανταχού Άκηδες και τ’ άλλα παιδιά…
0 Σχόλια