Ad Code

Responsive Advertisement

Η εξαφανισμένη από την εποχή της τραγωδίας στο Μάτι κυρία Δούρου παραπονιέται για την ακρίβεια...



Αρκετά με την Επανάσταση... 

Ας δούμε τη δύσκολη καθημερινότητα ενός κοριτσιού που προσπαθεί να τα βγάλει πέρα


Γύρισε αργά το απόγευμα εξουθενωμένη από τη δουλειά.


Ο Γιάννης ο Μπενίσης την περίμενε στην καμαρούλα τους τη μια σταλιά, τη δύο επί τρία.

Ήταν χρόνια τώρα ο σύντροφός της στη ζωή και στον αγώνα για τη δημοκρατία και μια προοδευτική διακυβέρνηση με τον Χάρη τον Καστανίδη και τον Μιχάλη τον Κατρίνη…

«Πως ήταν η δουλειά;», τη ρώτησε με γνήσιο συντροφικό ενδιαφέρον. Του περιέγραψε πως σήμερα πάγωσε η τσιμινιέρα και πως απ έξω από την πύλη, εργάτες ενωμένοι συζητούσαν. Φάνηκε να χάρηκε. «Ήρθε η ώρα να πάρει το μέλλον στα χέρια της η εργατική τάξη», της είπε. Πόσο την καταλάβαινε!!!

Το βλέμμα της περιηγήθηκε στον χώρο του σπιτιού ασυναίσθητα. «Μ’ αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός, κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός», σκέφτηκε. Ο παλιός φωνόγραφος, πάνω στο τραπέζι, άρχισε να παίζει Μπιθικωτσί… «Άπονη ζωή, μας πέταξες στου δρόμου την άκρη,

μας αδίκησες»… «Μας αδίκησες, μας αδίκησες», επανέλαβε πολλές φορές σχεδόν μηχανικά. 
Τη διέκοψε ο Γιάννης. «Τι έχει στο ψυγείο για φαγητό;», τη ρώτησε. 

«Πάω να δω», του πέταξε.

Τι να χει; Το τελευταίο market pass το έφαγαν προχτές αφού χρειάστηκε να «σκοτώσει» και τα ασημένια κουμπιά από κείνο το υπέροχο μεταξωτό της φόρεμα,που μπροστά έδενε κρουαζέ και πίσω άφηνε λίγο απο πλάτη. Μπήκε στην κουζίνα ανόρεχτα. 

Άνοιξε το ψυγείο. Το μάτι της έπεσε στο κουτί με τη μπελούγκα που ήταν άδειο ένα μήνα τώρα. Σαν να τη κοίταζε ειρωνικά. Σαν να την περιγελούσε…

Έσπρωξε μερικά άδεια τάπερ και ευτυχώς υπήρχε λίγο καμαμπέρ που είχε περισσέψει. Βρήκε και μερικά φτωχικά κριτσίνια στο ντουλάπι και τα σερβίρισε. Έβαλε στα ποτήρια το λίγο που είχε απομείνει από το μποζολέ (απέτυχαν πάντως στη σοδειά φέτος οι Γάλλοι). 

Έτρωγαν και ανέλυαν τη διεθνή καπιταλιστική επίθεση στα λαϊκά εισοδήματα…

«Να πάω να κάνω ένα ντους ή ιδιωτικοποίησαν και το νερό;», τον ρώτησε. Πάντα τον ρώταγε για τέτοια θέματα γιατί ήταν διεθνώς αναγνωρισμένος ως γκουρού σε θέματα ύδρευσης, κυρίως όμως αποχέτευσης. «Όχι ακόμα, όχι…ακόμα», της απάντησε κουνώντας μελαγχολικά το κεφάλι. «Πάντως, καλύτερα να βιαστείς, γιατί ποτέ δεν ξέρεις με τη χούντα», την προέτρεψε…

Γδύθηκε σχολαστικά, ένιωσε την κρυάδα του Πεντελικού μάρμαρου στις γυμνές της πατούσες και χώθηκε βιαστικά στην μπανιέρα. Άρχισε να βγάζει τον ιδρώτα του σημερινού κάματου με πράσινο σαπούνι, καμωμένο από ζωικό λίπος και ποτάσσα, που της έστειλε μια θεία από το χωριό μαζί με λίγα αυγά φραγκόκοτας και μυζήθρα. 

Τα αυγά τα έκαναν ποσέ, τη μυζήθρα προφανώς την πέταξαν…

Το καυτό νερό άρχισε να ανάβει κάθε πόρο της επιδερμίδας της και μια πρωτόγνωρη ανάγκη την οδήγησε να αρχίσει να τραγουδάει το Bella ciao, στην αρχή σιγά, ψιθυριστά, μετά με οργή, δύναμη και πάθος…σχεδόν ούρλιαζε…

Σε μια στροφή άκουσε τον Γιάννη από το σαλόνι να τραγουδάει μαζί της. 

Βγήκε γρήγορα από το μπάνιο, φόρεσε πρόχειρα μια ρομπ ντε σαμπρ, μπήκε στο σαλόνι και φώναξε: «Γιάννη, πόσο θα συνεχιστεί αυτό; Πότε θα έρθει ο Αλέξης να γεμίσει τα ψυγεία των λαϊκών νοικοκυριών;;!!!»

Μπουμπουνητά ακούστηκαν απ ´έξω. Σχεδόν αμέσως χοντρές στάλες άρχισαν να τραντάζουν τα άβαφτα παντζούρια. Κοιτάχτηκαν. «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», της είπε… «Βρέχει και στην καρδιά μας», του απάντησε…

Και χώθηκε με ένα βουβό κλάμα στη ζεστή αγκαλιά του…

Από τον τοίχο του Χρίστος Σταθόπουλος
Reactions

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια

Ad Code

Responsive Advertisement