Ad Code

Responsive Advertisement

«Ωραίος σαν αρχαίος Έλληνας! Ωραίος σαν μύθος!» - Αυτός είναι ο Τούσιας Μπότσαρης


Πλησιάζοντας, η επέτειος μνήμης του ηρωικού θανάτου του οπλαρχηγού Σουλιώτη Μάρκου Μπότσαρη (9 Αυγούστου 1823, στο Καρπενήσι), ο έχων ιστορική μνήμη, δεν μπορεί παρά να ανασύρει από τη σκιά του Μάρκου, μια άλλη εξίσου ηρωική και γενναία μορφή, ολότελα δοσμένη στον αγώνα της ελευθερίας της Ελλάδας, εξάδελφο και άγρυπνο συμπολεμιστή του Μάρκου: τον ΤΟΥΣΙΑ ΜΠΟΤΣΑΡΗ!

Γεννημένος στο Σούλι το 1792, γεύτηκε και ανατράφηκε με τον αγέρα της ελευθερίας. Πήρε το όνομα Τούσιας (Αθανάσιος), το όνομα του πατέρα του, που είχε σκοτωθεί πολεμώντας, λίγο πριν γεννηθεί ο γιος του.

Συνομήλικος σχεδόν με τον εξάδελφό του το Μάρκο, μεγάλωσαν μαζί, πολέμησαν πλάι-πλάι και έμειναν άρρηκτα δεμένες οι ζωές τους ως το θάνατο του Μάρκου.

Οι στρατιωτικές αρετές του, μεγάλες και εφάμιλλες του Μάρκου. Παράτολμα ανδρείος και πολύ μετριόφρων επέλεξε, να στέκεται στο πλευρό και στη σκιά του Μάρκου, πιστός στρατιώτης του, αν και διατελούσε υπαρχηγός του σώματος των Σουλιωτών, που διοικούσε ο Μάρκος.

Πολέμησαν μαζί τόσο στην άμυνα του Σουλίου(1820-1822) - το διάστημα, δηλαδή, της επανόδου των Σουλιωτών στην πατρίδα τους - όσο και σε πολλές μάχες στη Δυτική Ελλάδα. Ιδιαίτερα, διακρίθηκε προμαχώντας, με απαράμιλλη γενναιότητα στις επάλξεις του πολιορκούμενου Μεσολογγίου.

Στο Καρπενήσι πολέμησε, όπως πάντα, δίπλα στο Μάρκο κι όταν ο Μάρκος τραυματίστηκε θανάσιμα, ο Τούσιας ήταν, που τον κράτησε στα χέρια του, λίγο πριν ξεψυχήσει και σηκώνοντάς τον στις πλάτες του τον μετέφερε στο στρατόπεδο των Σουλιωτών.

Μετά το θάνατο του Μάρκου συνέχισε να πολεμά με τα σουλιώτικα σώματα, αλλά και δίπλα στον Καραϊσκάκη.

Το 1826 διορίστηκε, από την κυβέρνηση Ζαΐμη, φρούραρχος στο Μέγα Σπήλαιο.

Αφιερωμένη εξ αρχής, η ζωή του στον αγώνα για την ανεξαρτησίας της Ελλάδας, δεν δίστασε να την εναποθέσει στο βωμό της, ως ύστατη θυσία.

Στις 24 Απριλίου του 1827 έλαβε μέρος, στη φονική για τους Έλληνες, μάχη του Ανάλατου. Στη μάχη αυτή το μεγαλείο της ηρωικής ψυχής τού Τούσια, ξεδιπλώνεται και σκεπάζει, σώζοντας με τη θυσία της, πολλούς από τους συμπολεμιστές του.

Μαχόμενος με το σουλιώτικο σώμα του Κώστα Μπότσαρη, παρελαύνει, διασχίζει το Φαληρικό πεδίο, διωκόμενος και αμυνόμενος φθάνει μαζί με άλλους στην ακτή, κοντά στη θάλασσα. Εκεί, οι κανονιοβολισμοί των ελληνικών πλοίων κρατούν μακριά τους Τούρκους. Έχει ήδη σωθεί.

Αναζητά τους συμπολεμιστές του και διαπιστώνει, πως πολλοί έχουν μείνει πίσω, στην χωρίς έλεος, καταδίωξη των Τούρκων. Πυροβολεί και ρίχνει κάτω το πρώτο Τούρκο ιππέα που βλέπει μπροστά του. Ιππεύει το άλογο και ορμώντας ακάθεκτος και ασυγκράτητος «προς διάσωση των καταδιωκομένων και σφαζομένων» ( όπως αναφέρουν οι πηγές), «έγινε άφαντος θύων και απολύων»!

«..Πού πας παλικάρι ωραίο σαν μύθος κι ολόισια στο θάνατο κολυμπάς…; …γονατίζω και το αίμα σου φιλώ».*

Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, που ήταν παρών, ως αυτόπτης μάρτυρας, περιγράφει ως εξής αυτές τις ηρωικές, τελευταίες στιγμές του Τούσια: « Ο Αθανάσιος- Τούσιας Μπότσαρης …ιππεύσας επί τινός εχθρικού ίππου, του οποίου ποίου τον κύριο εφόνευσεν, είδε την τρομερά των Σουλιωτών σφαγή …και θυσιαζομένων πατριωτών και συγγενών του, αποφάσισε να αποθάνει μετ΄ αυτών και ορμήσας προς βοήθειάν των εν τω μέσω του πυρός της καταστροφής των, έπεσε ενδόξως».

Έπεσε υπέρ πατρίδος στο πεδίο της μάχης! «Ωραίος σαν αρχαίος Έλληνας. Ωραίος σαν μύθος!»

Τόσος μεγάλος υπήρξε ο θαυμασμός του στρατηγού Ρίτσαρντ Τσωρτς και του ναυάρχου λόρδου Τόμας Κόχραν για τον Σουλιώτη αυτόν ήρωα, ώστε διέταξαν να ταφεί με τιμές στη Σαλαμίνα, δίπλα στον τάφο του Γ. Καραϊσκάκη, που μία μέρα πριν είχε σκοτωθεί και ενταφιασθεί.

Η ιστορική μνήμη δεν του έχει αποδώσει τη δέουσα υστεροφημία, την οποία συνειδητά, ποτέ δεν επεδίωξε.

Ο μεγάλος αυτός Σουλιώτης ήρωας, ο Τούσιας Μπότσαρης, δίκαια, θα πρέπει να συγκαταλέγεται ανάμεσα σε εκείνους, που πρόσφεραν τα μέγιστα στην Ελευθερία του Ελληνικού Έθνους και θυσιάστηκαν έως τέλους, στον Ιερό Αγώνα του 1821.

Ως ελάχιστος φόρος τιμής προς το πρόσωπό του και τη μνήμη του, είναι δίκαιο και πρέπον, να επιστρέψει στην πατρίδα του, το Σούλι και να στηθεί η προτομή του εκεί, κοντά στο Μάρκο, το Μάρκο, που όπως τότε, μοιράστηκαν χαρές και λύπες, αγώνες και νίκες, το όραμα για την ελευθερία της Πατρίδας, ακόμα και την ύψιστη πράξη της Θυσίας, έτσι και τώρα, να μοιραστούν πλάι-πλάι, την αιώνια γαλήνη, ΤΙΜΗ και ΔΟΞΑ!

ΚΕΙΜΕΝΟ: Σουλιώτες – Όμιλος Απόδοσης Τιμών και Ιστορικής Αναβίωσης Σουλίου
* Στίχοι από την «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη», του Διονύση Σαββόπουλου
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Πορτρέτο του Τούσια Μπότσαρη, με φόντο τα βουνά του Σουλίου.
Reactions

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια

Ad Code

Responsive Advertisement