Γεννήθηκε το 1774 στο χωριό Γιαννωτά, στις πλαγιές του Ολύμπου και πατέρας του ήταν ο κλεφταρματολός Πάνος Τσάρας. Σε ηλικία 18 χρονών, μετά τη δολοφονία του πατέρα του, κατέφυγε στην φιλική προς την οικογένεια του φατρία των Λαζαίων, μαζί με τον αδερφό του Κώστα και με τη βοήθεια τους έγινε αρχηγός του αρματολικιού στο Βλαχολίβαδο και διακρίθηκε για τη φιλοτιμία του, την αφιλοχρηματία του και τα σωματικά του χαρίσματα.
Απέδειξε ότι είχε ηγετικά προσόντα όταν βρέθηκε στη δίνη της βεντέτας της οικογένειας του με τον κλεφτοκαπετάνιο Βλαχοθόδωρο, [οργανωτής της δολοφονίας του πατέρα του].
Ξεσήκωσε την περιοχή του Ολύμπου, κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου τη περίοδο 1792 με 1794, εναντίον των πασάδων της Μακεδονίας.
Είχε επαφές με τον Έλληνα ναύαρχο του ρωσικού ναυτικού, Λάμπρο Κατσώνη, για παράλληλα χτυπήματα από στεριά και θάλασσα στην ευρύτερη περιοχή του Ολύμπου και της Μακεδονίας.
Όταν οι Ρώσοι με τους Οθωμανούς έκλεισαν ειρήνη, ο Αλή πασάς κατεδίωξε τους κλέφτες που συνεργάστηκαν μαζί τους, κι ετσι ο Νικοτσάρας με τους συνεργάτες του, τους Λαζαίους, τον Βέργο και τον Χαρίση, κατέφυγε στις Σποράδες και έκανε πειρατικές επιδρομές στα παράλια για να αποδυναμώσει τον Αλή πασά, που πολεμούσε σε άλλο μέτωπο.
Ο Νικοτσάρας παρέμεινε πειρατής μέχρι το 1801 όποτε και ο Αλή πασάς του ξαναπαρέδωσε το αρματολίκι στο Βλαχολίβαδο, αλλά οι σχέσεις τους οδηγήθηκαν πάλι σε ρήξη και ο φημισμένος πλέον κλέφτης άνοιξε πόλεμο ξανά στον πασά.
Το 1802 έλαβε μέρος στην Επανάσταση της Σερβίας με δύναμη 550 ανδρών.
Το 1804 δολοφόνησε έναν αξιωματούχο του πασά και μετά ξεκίνησε πάλι να παρενοχλεί τους προύχοντες και τους Οθωμανούς του Ολύμπου.
Όταν όλη η περιοχή, Έλληνες κλέφτες πρώην εχθροί του πατέρα του μαζί με τους Τούρκους και τους κοτζαμπάσηδες, εναντιώθηκε στον Νικοτσάρα και τον επικήρυξαν εκείνος κατέφυγε στην Ύδρα, όπου ο Λάζαρος Κουντουριώτης, του απένειμε την υπηκοότητα της νεοϊδρυθείσας, Ιονίου Πολιτείας.
Το 1807, και ενώ είχε ξεσπάσει ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος, ο Ρώσος ναύαρχος Δημήτριος Σινιάβιν τον κάλεσε στην Τένεδο και του πρότεινε συνεργασία κατά των Τούρκων.
Κέρδισε τους Τούρκους στο (Άνω) Νευροκόπι και το Μελένικο της βορειοανατολικής Μακεδονίας, στη συνέχεια όμως αναγκάσθηκε σε υποχώρηση, κοντά στο Πράβι (Ελευθερούπολη Καβάλας) όταν ο κινήθηκε εναντίον του ο Ισμαήλ μπέης, πασάς των Σερρών, με 8.000 στρατιώτες. Ο Νικοτσάρας διέθετε 400 περίπου Έλληνες, από τον Όλυμπο και μερικούς που στρατολόγησε κοντά στο Στρυμώνα, ενώ μαζί του είχαν συνταχθεί και 120 εμπειροπόλεμοι Αλβανοί. Ο Ισμαήλ μπέης τους πολιορκούσε για 3 μέρες ώσπου παραδόθηκαν οι 120 Αλβανοί πολεμιστές του Νικοτσάρα. Εκείνο το βράδυ αποφάσισε ο "Αετός του Ολύμπου", να επιχειρήσει έξοδο από το στρατόπεδο του μέσα από τις τουρκικές γραμμές. Η έξοδος ήταν επιτυχής αλλά είχαν απέμειναν μόνο 60 Έλληνες μαχητές. Αυτοί οι λίγοι, πέρασαν στο Άγιο Όρος, κι απο εκει στη Σκιάθο και στον Όλυμπο.
Η δράση του Νικοτσάρα συνεχίστηκε, τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα. Έγινε υπαρχηγός στον πειρατικό στόλο του Σταθά και πέτυχε καίρια πλήγματα κατά του τουρκικού στόλου στη Μακεδονία και στην Εύβοια.
Η μοίρα του δεν ήθελε να πάρει μέρος στον Απελευθερωτικό Αγώνα του 1821, καθώς τραυματίστηκε θανάσιμα από πυροβολισμό Τούρκων στην παραλία κοντά στο Λιτόχωρο, τον Ιούλιο του 1807, λίγο μετά τη νίκη του επί ισχυρής δύναμης Τουρκαλβανών στις ακτές της πόλης.
Ο Νικοτσάρας πέθανε στο καράβι του και ενταφιάστηκε στη Σκιάθο, κοντά στη Μονή της Ευαγγελίστριας, όπου υπάρχει και το λεγόμενο «ρέμα του Νικοτσάρα». Το όνομά του δόθηκε σε χωριό της Δράμας.
Όπως είπε κι ο Κωστής Παλαμάς, "Ο Καραϊσκάκης ήταν ο Αχιλλέας της Ρωμιοσύνης και ο Νικοτσάρας ήταν ο Αχιλλέας της υπόδουλης Ρωμιοσύνης".
Το δημοτικό μας τραγούδι κατέγραψε την ηρωική έξοδο του Νικοτσάρα στο Πράβι:
Τρία αηδονάκια κάθονταν στον Όλυμπο, στη ράχη
το 'να τηράει τα Τρίκκαλα, τ' άλλο την Κατερίνη,
το τρίτο το μικρότερο μοιρολογάει και λέει:
Τι 'ν' το κακό που γίνεται τούτο το καλοκαίρι
ο Νικοτσάρας πολεμάει με τρία βιλαέτια,
τες Σέρρες και το Χάντακα, το έρημο το Πράβι.
Τρεις μέρες κάνει πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
δίχως ψωμί, δίχως νερό, δίχως κανέν' ιμνάτι.
Ο Νικοτσάρας χούγιαξεν από το μετερίζι:
Για που 'στε παλικάρια μου, για ζώστε τα σπαθιά σας,
γιουρούσι για να κάνουμε, με τα σπαθιά στο χέρι,
να κόψουμε την άλυσο στο έρημο γεφύρι.
1 Σχόλια
<>
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό το βιβλίο "Τα Βαλκάνια από το 1453 και μετά" του καθηγητή Ιστορίας ΛΣ Σταυριανού (σελ. 302). Ένα πρδγμα για την... εθνική συνείδηση των ρωμηών πριν γίνουν έλληνες